Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐπεκπίνω
ἐπεκπλέω
ἐπέκπλοος
ἐπεκπνέω
ἐπέκρηξις
ἐπεκροφέω
ἐπέκρυσις
ἐπέκτασις
ἐπεκτατικός
ἐπεκτείνω
ἐπεκτεταμένως
ἐπεκτίνω
ἐπεκτρέχω
ἐπεκφέρω
ἐπεκφώνησις
ἐπεκχέω
ἐπεκχράομαι
ἐπεκχωρέω
ἐπελασία
ἐπέλασις
ἐπελαύνω
View word page
ἐπεκτεταμένως
vehemently
ShortDef
vehemently
Debugging
Headword:
ἐπεκτεταμένως
Headword (normalized):
ἐπεκτεταμένως
Headword (normalized/stripped):
επεκτεταμενως
IDX:
32617
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-32618
Key:
Data
{'content': 'vehemently'}