Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐπεκλέγομαι
ἐπεκπίνω
ἐπεκπλέω
ἐπέκπλοος
ἐπεκπνέω
ἐπέκρηξις
ἐπεκροφέω
ἐπέκρυσις
ἐπέκτασις
ἐπεκτατικός
ἐπεκτείνω
ἐπεκτεταμένως
ἐπεκτίνω
ἐπεκτρέχω
ἐπεκφέρω
ἐπεκφώνησις
ἐπεκχέω
ἐπεκχράομαι
ἐπεκχωρέω
ἐπελασία
ἐπέλασις
View word page
ἐπεκτείνω
to extend
ShortDef
to extend
Debugging
Headword:
ἐπεκτείνω
Headword (normalized):
ἐπεκτείνω
Headword (normalized/stripped):
επεκτεινω
IDX:
32616
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-32617
Key:
Data
{'content': 'to extend'}