Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπέκκρισις
ἐπεκλέγομαι
ἐπεκπίνω
ἐπεκπλέω
ἐπέκπλοος
ἐπεκπνέω
ἐπέκρηξις
ἐπεκροφέω
ἐπέκρυσις
ἐπέκτασις
ἐπεκτατικός
ἐπεκτείνω
ἐπεκτεταμένως
ἐπεκτίνω
ἐπεκτρέχω
ἐπεκφέρω
ἐπεκφώνησις
ἐπεκχέω
ἐπεκχράομαι
ἐπεκχωρέω
ἐπελασία
View word page
ἐπεκτατικός
lengthening

ShortDef

lengthening

Debugging

Headword:
ἐπεκτατικός
Headword (normalized):
ἐπεκτατικός
Headword (normalized/stripped):
επεκτατικος
IDX:
32615
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-32616
Key:

Data

{'content': 'lengthening'}