Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀγάφθεγκτος
ἄγγαρα
ἀγγαρεία
ἀγγαρευτής
ἀγγαρεύω
ἀγγαρήϊον
ἀγγαρήϊος
ἄγγαρος
ἀγγαροφορέω
ἀγγείδιον
ἀγγειολογέω
ἀγγειολογία
ἀγγεῖον
ἀγγειοτομία
ἀγγειώδης
ἀγγελία
ἀγγελίαρχος
ἀγγελιαφορέω
ἀγγελιαφόρος
ἀγγελίη
ἀγγελίης
View word page
ἀγγειολογέω
take up a vein and operate upon it

ShortDef

take up a vein and operate upon it

Debugging

Headword:
ἀγγειολογέω
Headword (normalized):
ἀγγειολογέω
Headword (normalized/stripped):
αγγειολογεω
IDX:
325
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-326
Key:

Data

{'content': 'take up a vein and operate upon it'}