Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐπειστρέχω
ἐπεισφέρω
ἐπεισφοιτάω
ἐπεισφορέω
ἐπεισφρέω
ἐπεισχέω
ἔπειτα
ἔπειτε
ἐπείτε
ἐπεκβαίνω
ἐπεκβάλλω
ἐπεκβοάω
ἐπεκβοηθέω
ἐπεκδιδάσκω
ἐπεκδιδαχή
ἐπεκδίδωμι
ἐπεκδιηγέομαι
ἐπεκδικέω
ἐπεκδρομή
ἐπέκεινα
ἐπέκθεσις
View word page
ἐπεκβάλλω
prolong
ShortDef
prolong
Debugging
Headword:
ἐπεκβάλλω
Headword (normalized):
ἐπεκβάλλω
Headword (normalized/stripped):
επεκβαλλω
IDX:
32591
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-32592
Key:
Data
{'content': 'prolong'}