Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπεισροή
ἐπειστρέχω
ἐπεισφέρω
ἐπεισφοιτάω
ἐπεισφορέω
ἐπεισφρέω
ἐπεισχέω
ἔπειτα
ἔπειτε
ἐπείτε
ἐπεκβαίνω
ἐπεκβάλλω
ἐπεκβοάω
ἐπεκβοηθέω
ἐπεκδιδάσκω
ἐπεκδιδαχή
ἐπεκδίδωμι
ἐπεκδιηγέομαι
ἐπεκδικέω
ἐπεκδρομή
ἐπέκεινα
View word page
ἐπεκβαίνω
to go out upon, disembark

ShortDef

to go out upon, disembark

Debugging

Headword:
ἐπεκβαίνω
Headword (normalized):
ἐπεκβαίνω
Headword (normalized/stripped):
επεκβαινω
IDX:
32590
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-32591
Key:

Data

{'content': 'to go out upon, disembark'}