Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐπεισρέω
ἐπεισροή
ἐπειστρέχω
ἐπεισφέρω
ἐπεισφοιτάω
ἐπεισφορέω
ἐπεισφρέω
ἐπεισχέω
ἔπειτα
ἔπειτε
ἐπείτε
ἐπεκβαίνω
ἐπεκβάλλω
ἐπεκβοάω
ἐπεκβοηθέω
ἐπεκδιδάσκω
ἐπεκδιδαχή
ἐπεκδίδωμι
ἐπεκδιηγέομαι
ἐπεκδικέω
ἐπεκδρομή
View word page
ἐπείτε
when
ShortDef
when
Debugging
Headword:
ἐπείτε
Headword (normalized):
ἐπείτε
Headword (normalized/stripped):
επειτε
IDX:
32589
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-32590
Key:
Data
{'content': 'when'}