Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐπεισπηδάω
ἐπεισπηδητής
ἐπεισπίπτω
ἐπεισπλέω
ἐπεισπνέω
ἐπεισπράττω
ἐπεισρέω
ἐπεισροή
ἐπειστρέχω
ἐπεισφέρω
ἐπεισφοιτάω
ἐπεισφορέω
ἐπεισφρέω
ἐπεισχέω
ἔπειτα
ἔπειτε
ἐπείτε
ἐπεκβαίνω
ἐπεκβάλλω
ἐπεκβοάω
ἐπεκβοηθέω
View word page
ἐπεισφοιτάω
to be in the habit of coming in
ShortDef
to be in the habit of coming in
Debugging
Headword:
ἐπεισφοιτάω
Headword (normalized):
ἐπεισφοιτάω
Headword (normalized/stripped):
επεισφοιταω
IDX:
32583
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-32584
Key:
Data
{'content': 'to be in the habit of coming in'}