Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐπεισοδιώδης
ἐπείσοδος
ἐπεισπαίω
ἐπεισπέμπω
ἐπεισπηδάω
ἐπεισπηδητής
ἐπεισπίπτω
ἐπεισπλέω
ἐπεισπνέω
ἐπεισπράττω
ἐπεισρέω
ἐπεισροή
ἐπειστρέχω
ἐπεισφέρω
ἐπεισφοιτάω
ἐπεισφορέω
ἐπεισφρέω
ἐπεισχέω
ἔπειτα
ἔπειτε
ἐπείτε
View word page
ἐπεισρέω
to flow in upon
ShortDef
to flow in upon
Debugging
Headword:
ἐπεισρέω
Headword (normalized):
ἐπεισρέω
Headword (normalized/stripped):
επεισρεω
IDX:
32579
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-32580
Key:
Data
{'content': 'to flow in upon'}