Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐπεισόδιον
ἐπεισόδιος
ἐπεισοδιόω
ἐπεισοδιώδης
ἐπείσοδος
ἐπεισπαίω
ἐπεισπέμπω
ἐπεισπηδάω
ἐπεισπηδητής
ἐπεισπίπτω
ἐπεισπλέω
ἐπεισπνέω
ἐπεισπράττω
ἐπεισρέω
ἐπεισροή
ἐπειστρέχω
ἐπεισφέρω
ἐπεισφοιτάω
ἐπεισφορέω
ἐπεισφρέω
ἐπεισχέω
View word page
ἐπεισπλέω
to sail in after
ShortDef
to sail in after
Debugging
Headword:
ἐπεισπλέω
Headword (normalized):
ἐπεισπλέω
Headword (normalized/stripped):
επεισπλεω
IDX:
32576
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-32577
Key:
Data
{'content': 'to sail in after'}