Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπεισοδιάζω
ἐπεισόδιον
ἐπεισόδιος
ἐπεισοδιόω
ἐπεισοδιώδης
ἐπείσοδος
ἐπεισπαίω
ἐπεισπέμπω
ἐπεισπηδάω
ἐπεισπηδητής
ἐπεισπίπτω
ἐπεισπλέω
ἐπεισπνέω
ἐπεισπράττω
ἐπεισρέω
ἐπεισροή
ἐπειστρέχω
ἐπεισφέρω
ἐπεισφοιτάω
ἐπεισφορέω
ἐπεισφρέω
View word page
ἐπεισπίπτω
to fall in upon

ShortDef

to fall in upon

Debugging

Headword:
ἐπεισπίπτω
Headword (normalized):
ἐπεισπίπτω
Headword (normalized/stripped):
επεισπιπτω
IDX:
32575
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-32576
Key:

Data

{'content': 'to fall in upon'}