Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐπεισκομίζω
ἐπεισκρίνομαι
ἐπεισκυκλέω
ἐπεισκωμάζω
ἐπεισοδιάζω
ἐπεισόδιον
ἐπεισόδιος
ἐπεισοδιόω
ἐπεισοδιώδης
ἐπείσοδος
ἐπεισπαίω
ἐπεισπέμπω
ἐπεισπηδάω
ἐπεισπηδητής
ἐπεισπίπτω
ἐπεισπλέω
ἐπεισπνέω
ἐπεισπράττω
ἐπεισρέω
ἐπεισροή
ἐπειστρέχω
View word page
ἐπεισπαίω
to burst in
ShortDef
to burst in
Debugging
Headword:
ἐπεισπαίω
Headword (normalized):
ἐπεισπαίω
Headword (normalized/stripped):
επεισπαιω
IDX:
32571
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-32572
Key:
Data
{'content': 'to burst in'}