Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπεισκαλέω
ἐπείσκλητος
ἐπεισκομίζω
ἐπεισκρίνομαι
ἐπεισκυκλέω
ἐπεισκωμάζω
ἐπεισοδιάζω
ἐπεισόδιον
ἐπεισόδιος
ἐπεισοδιόω
ἐπεισοδιώδης
ἐπείσοδος
ἐπεισπαίω
ἐπεισπέμπω
ἐπεισπηδάω
ἐπεισπηδητής
ἐπεισπίπτω
ἐπεισπλέω
ἐπεισπνέω
ἐπεισπράττω
ἐπεισρέω
View word page
ἐπεισοδιώδης
episodic, incoherent

ShortDef

episodic, incoherent

Debugging

Headword:
ἐπεισοδιώδης
Headword (normalized):
ἐπεισοδιώδης
Headword (normalized/stripped):
επεισοδιωδης
IDX:
32569
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-32570
Key:

Data

{'content': 'episodic, incoherent'}