Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀκρωνυχία
ἀκρώνυχος
ἀκρώρεια
ἀκρωρεῖται
ἀκρωρία
ἀκρωτηριάζω
ἀκρωτηρίασις
ἀκρωτηρίασμα
ἀκρωτηριασμός
ἀκρωτήριον
ἀκρωτηριώδης
ἀκτά
ἀκτάζω
ἀκταία
Ἀκταίη
ἀκταινόω
ἀκταίνω
Ἀκταῖος
ἀκταῖος
Ἀκταίων
ἀκτέα
View word page
ἀκρωτηριώδης
like an ἀκρωτήριον

ShortDef

like an ἀκρωτήριον

Debugging

Headword:
ἀκρωτηριώδης
Headword (normalized):
ἀκρωτηριώδης
Headword (normalized/stripped):
ακρωτηριωδης
IDX:
3256
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3257
Key:

Data

{'content': 'like an ἀκρωτήριον'}