Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπεισθρῴσκω
ἐπεισκαλέω
ἐπείσκλητος
ἐπεισκομίζω
ἐπεισκρίνομαι
ἐπεισκυκλέω
ἐπεισκωμάζω
ἐπεισοδιάζω
ἐπεισόδιον
ἐπεισόδιος
ἐπεισοδιόω
ἐπεισοδιώδης
ἐπείσοδος
ἐπεισπαίω
ἐπεισπέμπω
ἐπεισπηδάω
ἐπεισπηδητής
ἐπεισπίπτω
ἐπεισπλέω
ἐπεισπνέω
ἐπεισπράττω
View word page
ἐπεισοδιόω
vary by introducing episodes

ShortDef

vary by introducing episodes

Debugging

Headword:
ἐπεισοδιόω
Headword (normalized):
ἐπεισοδιόω
Headword (normalized/stripped):
επεισοδιοω
IDX:
32568
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-32569
Key:

Data

{'content': 'vary by introducing episodes'}