Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπείσθεσις
ἐπεισθρῴσκω
ἐπεισκαλέω
ἐπείσκλητος
ἐπεισκομίζω
ἐπεισκρίνομαι
ἐπεισκυκλέω
ἐπεισκωμάζω
ἐπεισοδιάζω
ἐπεισόδιον
ἐπεισόδιος
ἐπεισοδιόω
ἐπεισοδιώδης
ἐπείσοδος
ἐπεισπαίω
ἐπεισπέμπω
ἐπεισπηδάω
ἐπεισπηδητής
ἐπεισπίπτω
ἐπεισπλέω
ἐπεισπνέω
View word page
ἐπεισόδιος
coming in besides, adventitious

ShortDef

coming in besides, adventitious

Debugging

Headword:
ἐπεισόδιος
Headword (normalized):
ἐπεισόδιος
Headword (normalized/stripped):
επεισοδιος
IDX:
32567
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-32568
Key:

Data

{'content': 'coming in besides, adventitious'}