Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπεισέρχομαι
ἐπεισηγέομαι
ἐπείσθεσις
ἐπεισθρῴσκω
ἐπεισκαλέω
ἐπείσκλητος
ἐπεισκομίζω
ἐπεισκρίνομαι
ἐπεισκυκλέω
ἐπεισκωμάζω
ἐπεισοδιάζω
ἐπεισόδιον
ἐπεισόδιος
ἐπεισοδιόω
ἐπεισοδιώδης
ἐπείσοδος
ἐπεισπαίω
ἐπεισπέμπω
ἐπεισπηδάω
ἐπεισπηδητής
ἐπεισπίπτω
View word page
ἐπεισοδιάζω
import, introduce

ShortDef

import, introduce

Debugging

Headword:
ἐπεισοδιάζω
Headword (normalized):
ἐπεισοδιάζω
Headword (normalized/stripped):
επεισοδιαζω
IDX:
32565
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-32566
Key:

Data

{'content': 'import, introduce'}