Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐπείσειμι
ἐπεισέλευσις
ἐπεισενεκτέον
ἐπεισέρπω
ἐπεισέρρω
ἐπεισέρχομαι
ἐπεισηγέομαι
ἐπείσθεσις
ἐπεισθρῴσκω
ἐπεισκαλέω
ἐπείσκλητος
ἐπεισκομίζω
ἐπεισκρίνομαι
ἐπεισκυκλέω
ἐπεισκωμάζω
ἐπεισοδιάζω
ἐπεισόδιον
ἐπεισόδιος
ἐπεισοδιόω
ἐπεισοδιώδης
ἐπείσοδος
View word page
ἐπείσκλητος
co-opted
ShortDef
co-opted
Debugging
Headword:
ἐπείσκλητος
Headword (normalized):
ἐπείσκλητος
Headword (normalized/stripped):
επεισκλητος
IDX:
32560
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-32561
Key:
Data
{'content': 'co-opted'}