Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐπεισδέχομαι
ἐπείσειμι
ἐπεισέλευσις
ἐπεισενεκτέον
ἐπεισέρπω
ἐπεισέρρω
ἐπεισέρχομαι
ἐπεισηγέομαι
ἐπείσθεσις
ἐπεισθρῴσκω
ἐπεισκαλέω
ἐπείσκλητος
ἐπεισκομίζω
ἐπεισκρίνομαι
ἐπεισκυκλέω
ἐπεισκωμάζω
ἐπεισοδιάζω
ἐπεισόδιον
ἐπεισόδιος
ἐπεισοδιόω
ἐπεισοδιώδης
View word page
ἐπεισκαλέω
co-opt
ShortDef
co-opt
Debugging
Headword:
ἐπεισκαλέω
Headword (normalized):
ἐπεισκαλέω
Headword (normalized/stripped):
επεισκαλεω
IDX:
32559
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-32560
Key:
Data
{'content': 'co-opt'}