Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀκρωμία
ἀκρωνία
ἀκρωνυχία
ἀκρώνυχος
ἀκρώρεια
ἀκρωρεῖται
ἀκρωρία
ἀκρωτηριάζω
ἀκρωτηρίασις
ἀκρωτηρίασμα
ἀκρωτηριασμός
ἀκρωτήριον
ἀκρωτηριώδης
ἀκτά
ἀκτάζω
ἀκταία
Ἀκταίη
ἀκταινόω
ἀκταίνω
Ἀκταῖος
ἀκταῖος
View word page
ἀκρωτηριασμός
amputation
ShortDef
amputation
Debugging
Headword:
ἀκρωτηριασμός
Headword (normalized):
ἀκρωτηριασμός
Headword (normalized/stripped):
ακρωτηριασμος
IDX:
3254
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3255
Key:
Data
{'content': 'amputation'}