Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπεῖπον
ἐπείρομαι
ἐπειρωνεύομαι
ἐπεισάγω
ἐπεισαγωγή
ἐπεισαγώγιμος
ἐπεισακτέον
ἐπείσακτος
ἐπεισβαίνω
ἐπεισβάλλω
ἐπεισβάτης
ἐπεισβιάζομαι
ἐπεισδέχομαι
ἐπείσειμι
ἐπεισέλευσις
ἐπεισενεκτέον
ἐπεισέρπω
ἐπεισέρρω
ἐπεισέρχομαι
ἐπεισηγέομαι
ἐπείσθεσις
View word page
ἐπεισβάτης
an additional passenger, supernumerary on board

ShortDef

an additional passenger, supernumerary on board

Debugging

Headword:
ἐπεισβάτης
Headword (normalized):
ἐπεισβάτης
Headword (normalized/stripped):
επεισβατης
IDX:
32547
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-32548
Key:

Data

{'content': 'an additional passenger, supernumerary on board'}