Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἔπειξις
Ἐπειός
ἐπείπερ
ἐπεῖπον
ἐπείρομαι
ἐπειρωνεύομαι
ἐπεισάγω
ἐπεισαγωγή
ἐπεισαγώγιμος
ἐπεισακτέον
ἐπείσακτος
ἐπεισβαίνω
ἐπεισβάλλω
ἐπεισβάτης
ἐπεισβιάζομαι
ἐπεισδέχομαι
ἐπείσειμι
ἐπεισέλευσις
ἐπεισενεκτέον
ἐπεισέρπω
ἐπεισέρρω
View word page
ἐπείσακτος
brought in besides: brought in from abroad, imported, alien, foreign

ShortDef

brought in besides: brought in from abroad, imported, alien, foreign

Debugging

Headword:
ἐπείσακτος
Headword (normalized):
ἐπείσακτος
Headword (normalized/stripped):
επεισακτος
IDX:
32544
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-32545
Key:

Data

{'content': 'brought in besides: brought in from abroad, imported, alien, foreign'}