Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἔπειμι2
ἐπείνυσθαι
ἐπείξιμος
ἔπειξις
Ἐπειός
ἐπείπερ
ἐπεῖπον
ἐπείρομαι
ἐπειρωνεύομαι
ἐπεισάγω
ἐπεισαγωγή
ἐπεισαγώγιμος
ἐπεισακτέον
ἐπείσακτος
ἐπεισβαίνω
ἐπεισβάλλω
ἐπεισβάτης
ἐπεισβιάζομαι
ἐπεισδέχομαι
ἐπείσειμι
ἐπεισέλευσις
View word page
ἐπεισαγωγή
a bringing in besides, a means of bringing

ShortDef

a bringing in besides, a means of bringing

Debugging

Headword:
ἐπεισαγωγή
Headword (normalized):
ἐπεισαγωγή
Headword (normalized/stripped):
επεισαγωγη
IDX:
32541
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-32542
Key:

Data

{'content': 'a bringing in besides, a means of bringing'}