Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀκρωλένιον
ἀκρωμία
ἀκρωνία
ἀκρωνυχία
ἀκρώνυχος
ἀκρώρεια
ἀκρωρεῖται
ἀκρωρία
ἀκρωτηριάζω
ἀκρωτηρίασις
ἀκρωτηρίασμα
ἀκρωτηριασμός
ἀκρωτήριον
ἀκρωτηριώδης
ἀκτά
ἀκτάζω
ἀκταία
Ἀκταίη
ἀκταινόω
ἀκταίνω
Ἀκταῖος
View word page
ἀκρωτηρίασμα
mutilation

ShortDef

mutilation

Debugging

Headword:
ἀκρωτηρίασμα
Headword (normalized):
ἀκρωτηρίασμα
Headword (normalized/stripped):
ακρωτηριασμα
IDX:
3253
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3254
Key:

Data

{'content': 'mutilation'}