Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπεικάζω
ἐπεικασμός
ἐπείκοστον
ἐπεικτέον
ἐπείκτης
ἐπεικτικός
ἐπειλέω
ἐπείλησις
ἔπειμι
ἔπειμι2
ἐπείνυσθαι
ἐπείξιμος
ἔπειξις
Ἐπειός
ἐπείπερ
ἐπεῖπον
ἐπείρομαι
ἐπειρωνεύομαι
ἐπεισάγω
ἐπεισαγωγή
ἐπεισαγώγιμος
View word page
ἐπείνυσθαι
put on

ShortDef

put on

Debugging

Headword:
ἐπείνυσθαι
Headword (normalized):
ἐπείνυσθαι
Headword (normalized/stripped):
επεινυσθαι
IDX:
32532
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-32533
Key:

Data

{'content': 'put on'}