Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐπεικάδες
ἐπεικάζω
ἐπεικασμός
ἐπείκοστον
ἐπεικτέον
ἐπείκτης
ἐπεικτικός
ἐπειλέω
ἐπείλησις
ἔπειμι
ἔπειμι2
ἐπείνυσθαι
ἐπείξιμος
ἔπειξις
Ἐπειός
ἐπείπερ
ἐπεῖπον
ἐπείρομαι
ἐπειρωνεύομαι
ἐπεισάγω
ἐπεισαγωγή
View word page
ἔπειμι2
(go) come upon, approach, attack
ShortDef
be there (in addition, later, set over)
(go) come upon, approach, attack
Debugging
Headword:
ἔπειμι2
Headword (normalized):
ἔπειμι
Headword (normalized/stripped):
επειμι2
IDX:
32531
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-32532
Key:
Data
{'content': '(go) come upon, approach, attack'}