Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀκρύσταλλος
ἀκρωλένιον
ἀκρωμία
ἀκρωνία
ἀκρωνυχία
ἀκρώνυχος
ἀκρώρεια
ἀκρωρεῖται
ἀκρωρία
ἀκρωτηριάζω
ἀκρωτηρίασις
ἀκρωτηρίασμα
ἀκρωτηριασμός
ἀκρωτήριον
ἀκρωτηριώδης
ἀκτά
ἀκτάζω
ἀκταία
Ἀκταίη
ἀκταινόω
ἀκταίνω
View word page
ἀκρωτηρίασις
truncatio, mutilatio

ShortDef

truncatio, mutilatio

Debugging

Headword:
ἀκρωτηρίασις
Headword (normalized):
ἀκρωτηρίασις
Headword (normalized/stripped):
ακρωτηριασις
IDX:
3252
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3253
Key:

Data

{'content': 'truncatio, mutilatio'}