Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπειγωλή
ἐπειδάν
ἐπεῖδον
ἐπειή
ἐπεικάδες
ἐπεικάζω
ἐπεικασμός
ἐπείκοστον
ἐπεικτέον
ἐπείκτης
ἐπεικτικός
ἐπειλέω
ἐπείλησις
ἔπειμι
ἔπειμι2
ἐπείνυσθαι
ἐπείξιμος
ἔπειξις
Ἐπειός
ἐπείπερ
ἐπεῖπον
View word page
ἐπεικτικός
urgent

ShortDef

urgent

Debugging

Headword:
ἐπεικτικός
Headword (normalized):
ἐπεικτικός
Headword (normalized/stripped):
επεικτικος
IDX:
32527
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-32528
Key:

Data

{'content': 'urgent'}