Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπεγχαλάω
ἐπεγχάσκω
ἐπεγχειρέω
ἐπεγχέω
ἐπεγχύδην
ἐπεγχυματίζω
ἐπεγχύτης
ἐπεθίζομαι
ἐπεί
ἐπείγω
ἐπειγωλή
ἐπειδάν
ἐπεῖδον
ἐπειή
ἐπεικάδες
ἐπεικάζω
ἐπεικασμός
ἐπείκοστον
ἐπεικτέον
ἐπείκτης
ἐπεικτικός
View word page
ἐπειγωλή
haste

ShortDef

haste

Debugging

Headword:
ἐπειγωλή
Headword (normalized):
ἐπειγωλή
Headword (normalized/stripped):
επειγωλη
IDX:
32517
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-32518
Key:

Data

{'content': 'haste'}