Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐπεγκελεύω
ἐπεγκεράννυμαι
ἐπεγκλάω
ἐπέγκλημα
ἐπεγκλίνω
ἐπεγκολάπτω
ἐπεγκρανίς
ἐπεγκρεμάννυμαι
ἐπεγκυκλέω
ἐπεγκύκλιος
ἐπεγχαλάω
ἐπεγχάσκω
ἐπεγχειρέω
ἐπεγχέω
ἐπεγχύδην
ἐπεγχυματίζω
ἐπεγχύτης
ἐπεθίζομαι
ἐπεί
ἐπείγω
ἐπειγωλή
View word page
ἐπεγχαλάω
loose
ShortDef
loose
Debugging
Headword:
ἐπεγχαλάω
Headword (normalized):
ἐπεγχαλάω
Headword (normalized/stripped):
επεγχαλαω
IDX:
32507
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-32508
Key:
Data
{'content': 'loose'}