Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀκροχολέω
ἀκροχορδών
ἀκρόψιλος
ἀκρόψωλος
ἄκρυπτος
ἀκρύσταλλος
ἀκρωλένιον
ἀκρωμία
ἀκρωνία
ἀκρωνυχία
ἀκρώνυχος
ἀκρώρεια
ἀκρωρεῖται
ἀκρωρία
ἀκρωτηριάζω
ἀκρωτηρίασις
ἀκρωτηρίασμα
ἀκρωτηριασμός
ἀκρωτήριον
ἀκρωτηριώδης
ἀκτά
View word page
ἀκρώνυχος
with nails at the extremities
ShortDef
with nails at the extremities
Debugging
Headword:
ἀκρώνυχος
Headword (normalized):
ἀκρώνυχος
Headword (normalized/stripped):
ακρωνυχος
IDX:
3247
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3248
Key:
Data
{'content': 'with nails at the extremities'}