Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐπαρτικός
ἐπαρτύω
ἐπαρυστήρ
ἐπαρύτω
ἐπαρχεία
ἐπαρχέω
ἐπαρχία
ἐπαρχικός
ἐπαρχιώτης
ἐπάρχομαι
ἔπαρχος
ἐπάρχω
ἐπαρωγή
ἐπαρωγής
ἐπαρωγός
ἐπασθμαίνω
ἐπασκέω
ἐπάσκημα
ἐπασκητέον
ἐπασκητής
ἔπᾳσμα
View word page
ἔπαρχος
a commander
ShortDef
a commander
Debugging
Headword:
ἔπαρχος
Headword (normalized):
ἔπαρχος
Headword (normalized/stripped):
επαρχος
IDX:
32411
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-32412
Key:
Data
{'content': 'a commander'}