Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀκροχανής
ἀκροχειρίζω
ἀκροχειρισμός
ἀκρόχειρον
ἀκροχέριον
ἀκροχηνίσκοι
ἀκροχλίαρος
ἀκροχολέω
ἀκροχορδών
ἀκρόψιλος
ἀκρόψωλος
ἄκρυπτος
ἀκρύσταλλος
ἀκρωλένιον
ἀκρωμία
ἀκρωνία
ἀκρωνυχία
ἀκρώνυχος
ἀκρώρεια
ἀκρωρεῖται
ἀκρωρία
View word page
ἀκρόψωλος
only at the end

ShortDef

only at the end

Debugging

Headword:
ἀκρόψωλος
Headword (normalized):
ἀκρόψωλος
Headword (normalized/stripped):
ακροψωλος
IDX:
3240
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-3241
Key:

Data

{'content': 'only at the end'}