Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπαρτάω
ἐπαρτής
ἐπαρτίζω
ἐπαρτικός
ἐπαρτύω
ἐπαρυστήρ
ἐπαρύτω
ἐπαρχεία
ἐπαρχέω
ἐπαρχία
ἐπαρχικός
ἐπαρχιώτης
ἐπάρχομαι
ἔπαρχος
ἐπάρχω
ἐπαρωγή
ἐπαρωγής
ἐπαρωγός
ἐπασθμαίνω
ἐπασκέω
ἐπάσκημα
View word page
ἐπαρχικός
provincial

ShortDef

provincial

Debugging

Headword:
ἐπαρχικός
Headword (normalized):
ἐπαρχικός
Headword (normalized/stripped):
επαρχικος
IDX:
32408
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-32409
Key:

Data

{'content': 'provincial'}