Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐπάρουρος
ἔπαρσις
ἐπαρτάω
ἐπαρτής
ἐπαρτίζω
ἐπαρτικός
ἐπαρτύω
ἐπαρυστήρ
ἐπαρύτω
ἐπαρχεία
ἐπαρχέω
ἐπαρχία
ἐπαρχικός
ἐπαρχιώτης
ἐπάρχομαι
ἔπαρχος
ἐπάρχω
ἐπαρωγή
ἐπαρωγής
ἐπαρωγός
ἐπασθμαίνω
View word page
ἐπαρχέω
to be an ἔπαρχος
ShortDef
to be an ἔπαρχος
Debugging
Headword:
ἐπαρχέω
Headword (normalized):
ἐπαρχέω
Headword (normalized/stripped):
επαρχεω
IDX:
32406
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-32407
Key:
Data
{'content': 'to be an ἔπαρχος'}