Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐπάρκιος
ἐπαρκούντως
ἔπαρμα
ἐπαρνέομαι
ἐπαρούριον
ἐπάρουρος
ἔπαρσις
ἐπαρτάω
ἐπαρτής
ἐπαρτίζω
ἐπαρτικός
ἐπαρτύω
ἐπαρυστήρ
ἐπαρύτω
ἐπαρχεία
ἐπαρχέω
ἐπαρχία
ἐπαρχικός
ἐπαρχιώτης
ἐπάρχομαι
ἔπαρχος
View word page
ἐπαρτικός
making to rise
ShortDef
making to rise
Debugging
Headword:
ἐπαρτικός
Headword (normalized):
ἐπαρτικός
Headword (normalized/stripped):
επαρτικος
IDX:
32401
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-32402
Key:
Data
{'content': 'making to rise'}