Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀγαυριάομαι
ἀγαυρός
ἀγάφθεγκτος
ἄγγαρα
ἀγγαρεία
ἀγγαρευτής
ἀγγαρεύω
ἀγγαρήϊον
ἀγγαρήϊος
ἄγγαρος
ἀγγαροφορέω
ἀγγείδιον
ἀγγειολογέω
ἀγγειολογία
ἀγγεῖον
ἀγγειοτομία
ἀγγειώδης
ἀγγελία
ἀγγελίαρχος
ἀγγελιαφορέω
ἀγγελιαφόρος
View word page
ἀγγαροφορέω
bear as an ἄγγαρος

ShortDef

bear as an ἄγγαρος

Debugging

Headword:
ἀγγαροφορέω
Headword (normalized):
ἀγγαροφορέω
Headword (normalized/stripped):
αγγαροφορεω
IDX:
323
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-324
Key:

Data

{'content': 'bear as an ἄγγαρος'}