Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπάρκεια
ἐπάρκεσις
ἐπαρκέω
ἐπαρκής
ἐπάρκιος
ἐπαρκούντως
ἔπαρμα
ἐπαρνέομαι
ἐπαρούριον
ἐπάρουρος
ἔπαρσις
ἐπαρτάω
ἐπαρτής
ἐπαρτίζω
ἐπαρτικός
ἐπαρτύω
ἐπαρυστήρ
ἐπαρύτω
ἐπαρχεία
ἐπαρχέω
ἐπαρχία
View word page
ἔπαρσις
rising, swelling

ShortDef

rising, swelling

Debugging

Headword:
ἔπαρσις
Headword (normalized):
ἔπαρσις
Headword (normalized/stripped):
επαρσις
IDX:
32397
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-32398
Key:

Data

{'content': 'rising, swelling'}