Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἐπάριτοι
ἐπάρκεια
ἐπάρκεσις
ἐπαρκέω
ἐπαρκής
ἐπάρκιος
ἐπαρκούντως
ἔπαρμα
ἐπαρνέομαι
ἐπαρούριον
ἐπάρουρος
ἔπαρσις
ἐπαρτάω
ἐπαρτής
ἐπαρτίζω
ἐπαρτικός
ἐπαρτύω
ἐπαρυστήρ
ἐπαρύτω
ἐπαρχεία
ἐπαρχέω
View word page
ἐπάρουρος
attached to the soil

ShortDef

attached to the soil

Debugging

Headword:
ἐπάρουρος
Headword (normalized):
ἐπάρουρος
Headword (normalized/stripped):
επαρουρος
IDX:
32396
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-32397
Key:

Data

{'content': 'attached to the soil'}