Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐπαρίστερος
ἐπαριστερότης
Ἐπάριτοι
ἐπάρκεια
ἐπάρκεσις
ἐπαρκέω
ἐπαρκής
ἐπάρκιος
ἐπαρκούντως
ἔπαρμα
ἐπαρνέομαι
ἐπαρούριον
ἐπάρουρος
ἔπαρσις
ἐπαρτάω
ἐπαρτής
ἐπαρτίζω
ἐπαρτικός
ἐπαρτύω
ἐπαρυστήρ
ἐπαρύτω
View word page
ἐπαρνέομαι
deny
ShortDef
deny
Debugging
Headword:
ἐπαρνέομαι
Headword (normalized):
ἐπαρνέομαι
Headword (normalized/stripped):
επαρνεομαι
IDX:
32394
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-32395
Key:
Data
{'content': 'deny'}