Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐπαριστερεύομαι
ἐπαρίστερος
ἐπαριστερότης
Ἐπάριτοι
ἐπάρκεια
ἐπάρκεσις
ἐπαρκέω
ἐπαρκής
ἐπάρκιος
ἐπαρκούντως
ἔπαρμα
ἐπαρνέομαι
ἐπαρούριον
ἐπάρουρος
ἔπαρσις
ἐπαρτάω
ἐπαρτής
ἐπαρτίζω
ἐπαρτικός
ἐπαρτύω
ἐπαρυστήρ
View word page
ἔπαρμα
something raised, a swelling
ShortDef
something raised, a swelling
Debugging
Headword:
ἔπαρμα
Headword (normalized):
ἔπαρμα
Headword (normalized/stripped):
επαρμα
IDX:
32393
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-32394
Key:
Data
{'content': 'something raised, a swelling'}