Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπάρηξις
ἐπαριθμέω
ἐπαριστερεύομαι
ἐπαρίστερος
ἐπαριστερότης
Ἐπάριτοι
ἐπάρκεια
ἐπάρκεσις
ἐπαρκέω
ἐπαρκής
ἐπάρκιος
ἐπαρκούντως
ἔπαρμα
ἐπαρνέομαι
ἐπαρούριον
ἐπάρουρος
ἔπαρσις
ἐπαρτάω
ἐπαρτής
ἐπαρτίζω
ἐπαρτικός
View word page
ἐπάρκιος
sufficient

ShortDef

sufficient

Debugging

Headword:
ἐπάρκιος
Headword (normalized):
ἐπάρκιος
Headword (normalized/stripped):
επαρκιος
IDX:
32391
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-32392
Key:

Data

{'content': 'sufficient'}