Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπαρή
ἐπαρήγω
ἐπαρηγών
ἐπάρηξις
ἐπαριθμέω
ἐπαριστερεύομαι
ἐπαρίστερος
ἐπαριστερότης
Ἐπάριτοι
ἐπάρκεια
ἐπάρκεσις
ἐπαρκέω
ἐπαρκής
ἐπάρκιος
ἐπαρκούντως
ἔπαρμα
ἐπαρνέομαι
ἐπαρούριον
ἐπάρουρος
ἔπαρσις
ἐπαρτάω
View word page
ἐπάρκεσις
aid, succour

ShortDef

aid, succour

Debugging

Headword:
ἐπάρκεσις
Headword (normalized):
ἐπάρκεσις
Headword (normalized/stripped):
επαρκεσις
IDX:
32388
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-32389
Key:

Data

{'content': 'aid, succour'}