Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπάρδευσις
ἐπαρδευτής
ἐπάρδια
ἐπάρδω
ἐπαρέσκομαι
ἐπαρή
ἐπαρήγω
ἐπαρηγών
ἐπάρηξις
ἐπαριθμέω
ἐπαριστερεύομαι
ἐπαρίστερος
ἐπαριστερότης
Ἐπάριτοι
ἐπάρκεια
ἐπάρκεσις
ἐπαρκέω
ἐπαρκής
ἐπάρκιος
ἐπαρκούντως
ἔπαρμα
View word page
ἐπαριστερεύομαι
to be awkward, clumsy

ShortDef

to be awkward, clumsy

Debugging

Headword:
ἐπαριστερεύομαι
Headword (normalized):
ἐπαριστερεύομαι
Headword (normalized/stripped):
επαριστερευομαι
IDX:
32383
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-32384
Key:

Data

{'content': 'to be awkward, clumsy'}