Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπάργυρος
ἐπάρδευσις
ἐπαρδευτής
ἐπάρδια
ἐπάρδω
ἐπαρέσκομαι
ἐπαρή
ἐπαρήγω
ἐπαρηγών
ἐπάρηξις
ἐπαριθμέω
ἐπαριστερεύομαι
ἐπαρίστερος
ἐπαριστερότης
Ἐπάριτοι
ἐπάρκεια
ἐπάρκεσις
ἐπαρκέω
ἐπαρκής
ἐπάρκιος
ἐπαρκούντως
View word page
ἐπαριθμέω
count in addition

ShortDef

count in addition

Debugging

Headword:
ἐπαριθμέω
Headword (normalized):
ἐπαριθμέω
Headword (normalized/stripped):
επαριθμεω
IDX:
32382
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-32383
Key:

Data

{'content': 'count in addition'}