Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐπαργυρόομαι
ἐπάργυρος
ἐπάρδευσις
ἐπαρδευτής
ἐπάρδια
ἐπάρδω
ἐπαρέσκομαι
ἐπαρή
ἐπαρήγω
ἐπαρηγών
ἐπάρηξις
ἐπαριθμέω
ἐπαριστερεύομαι
ἐπαρίστερος
ἐπαριστερότης
Ἐπάριτοι
ἐπάρκεια
ἐπάρκεσις
ἐπαρκέω
ἐπαρκής
ἐπάρκιος
View word page
ἐπάρηξις
help, aid
ShortDef
help, aid
Debugging
Headword:
ἐπάρηξις
Headword (normalized):
ἐπάρηξις
Headword (normalized/stripped):
επαρηξις
IDX:
32381
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-32382
Key:
Data
{'content': 'help, aid'}