Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐπαράομαι
ἐπαραρίσκω
ἐπαράσιμος
ἐπαράσσω
ἐπάρατος
ἐπάργεμος
ἐπαργυρόομαι
ἐπάργυρος
ἐπάρδευσις
ἐπαρδευτής
ἐπάρδια
ἐπάρδω
ἐπαρέσκομαι
ἐπαρή
ἐπαρήγω
ἐπαρηγών
ἐπάρηξις
ἐπαριθμέω
ἐπαριστερεύομαι
ἐπαρίστερος
ἐπαριστερότης
View word page
ἐπάρδια
irrigated land
ShortDef
irrigated land
Debugging
Headword:
ἐπάρδια
Headword (normalized):
ἐπάρδια
Headword (normalized/stripped):
επαρδια
IDX:
32375
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-32376
Key:
Data
{'content': 'irrigated land'}