Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἐπαρά
ἐπαράομαι
ἐπαραρίσκω
ἐπαράσιμος
ἐπαράσσω
ἐπάρατος
ἐπάργεμος
ἐπαργυρόομαι
ἐπάργυρος
ἐπάρδευσις
ἐπαρδευτής
ἐπάρδια
ἐπάρδω
ἐπαρέσκομαι
ἐπαρή
ἐπαρήγω
ἐπαρηγών
ἐπάρηξις
ἐπαριθμέω
ἐπαριστερεύομαι
ἐπαρίστερος
View word page
ἐπαρδευτής
irrigator
ShortDef
irrigator
Debugging
Headword:
ἐπαρδευτής
Headword (normalized):
ἐπαρδευτής
Headword (normalized/stripped):
επαρδευτης
IDX:
32374
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-32375
Key:
Data
{'content': 'irrigator'}