Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπαπολύω
ἐπαπονίναμαι
ἐπαποπνίγω
ἐπαπορέω
ἐπαπορητικός
ἐπαποστέλλω
ἐπαποστολή
ἐπαποσφάζω
ἐπαποτίνω
ἐπαρά
ἐπαράομαι
ἐπαραρίσκω
ἐπαράσιμος
ἐπαράσσω
ἐπάρατος
ἐπάργεμος
ἐπαργυρόομαι
ἐπάργυρος
ἐπάρδευσις
ἐπαρδευτής
ἐπάρδια
View word page
ἐπαράομαι
to imprecate curses upon

ShortDef

to imprecate curses upon

Debugging

Headword:
ἐπαράομαι
Headword (normalized):
ἐπαράομαι
Headword (normalized/stripped):
επαραομαι
IDX:
32365
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-32366
Key:

Data

{'content': 'to imprecate curses upon'}