Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἐπαποδύω
ἐπαποθνῄσκω
ἐπαποικίζω
ἐπαποκτείνω
ἐπαπολαύω
ἐπαπόλλυμι
ἐπαπόλογος
ἐπαπολύω
ἐπαπονίναμαι
ἐπαποπνίγω
ἐπαπορέω
ἐπαπορητικός
ἐπαποστέλλω
ἐπαποστολή
ἐπαποσφάζω
ἐπαποτίνω
ἐπαρά
ἐπαράομαι
ἐπαραρίσκω
ἐπαράσιμος
ἐπαράσσω
View word page
ἐπαπορέω
raise a new doubt

ShortDef

raise a new doubt

Debugging

Headword:
ἐπαπορέω
Headword (normalized):
ἐπαπορέω
Headword (normalized/stripped):
επαπορεω
IDX:
32358
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-32359
Key:

Data

{'content': 'raise a new doubt'}